- πρίονα
- πρίων 1sawmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρίον' — πρίονα , πρίων 1 saw masc acc sg πρίονι , πρίων 1 saw masc dat sg πρίονε , πρίων 1 saw masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
пила — ПИЛ|А (13), Ы с. Пила: Аще лъжею оклевещють мѧ ˫ако і҃са. или претьрѹть мѧ ˫ако исаию. или лѣскѹ дрѣвѧнѹю пилѹ наложать на мѧ. СбТр XII/XIII, 47; фѹфаилъ повешенъ бы(с). и растренъ пiлою бы(с). ПрЛ 1282, 2б; да притрѣнъ бѹдеть пилою на полы. Там… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κάσος — Νησί (66 τ. χλμ., 990 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Πρόκειται για το νοτιότερο νησί της Δωδεκανήσου. Βρίσκεται ΝΔ της Καρπάθου, από την οποία χωρίζεται με το στενό Κ. με πλάτος 7 χλμ. · απέχει 3 ναυτικά μίλια από την Κάρπαθο και 27 από την Κρήτη.… … Dictionary of Greek
μυριόδους — μυριόδους, ὁ και ἡ (Α) αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ. β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ὀδούς (πρβλ. λευκ όδους)] … Dictionary of Greek